Ἐρετρικήν

Ἐρετρικήν
Ἐρετρικός
Eretria
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαγηνεύω — ΝΑ [σαγήνη] παρασύρω κάποιον δελεάζοντάς τον, θέλγω, γοητεύω (α. «τόν σαγήνευσαν τα κάλη της» β. «συλλήψεσθαι σαγηνεύσας ἐπὶ τῆς εὐνῆς», Λουκιαν.) αρχ. 1. αλιεύω με το δίχτυ σαγήνη 2. μτφ. α) διώχνω μαζί σε ένα μέρος όλους τους κατοίκους μιας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”